- στενακτός
- στενακ-τός, ή, όν,A to be mourned, giving cause for grief,
ἀνήρ S.OC1663
;ἄτα E.HF917
(lyr.).2 mournful,ἰαχά Id.Ph.1302
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνήρ S.OC1663
;ἄτα E.HF917
(lyr.).ἰαχά Id.Ph.1302
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στενακτός — to be mourned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτός — ή, όν, Α [στενάζω] 1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.) 2. στενακτικός … Dictionary of Greek
στενακτά — στενακτός to be mourned neut nom/voc/acc pl στενακτά̱ , στενακτός to be mourned fem nom/voc/acc dual στενακτά̱ , στενακτός to be mourned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτή — στενακτός to be mourned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοστένακτος — μεγαλοστένακτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο στενάζει κάποιος πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στενακτος (< στενάζω), πρβλ. πολυ στένακτος] … Dictionary of Greek
στενακτικός — ή, ό / στενακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στεναχτικός, ή, ό, Ν [στενακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στεναγμό 2. (κατ επέκτ.) λυπηρός … Dictionary of Greek
ՀԵԾԵԾԵԼԻ — ( ) NBH 2 0082 Chronological Sequence: Early classical ա. στενακτός gemebundus, lamentabilis. Արժանի հեծութեան. աւաղելի. ողբալի. *Եղիցիս հեծեծելի եւ եղկելի. Եզեկ. ՟Ե. 15 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
στενακτάν — στενακτά̱ν , στενακτός to be mourned fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)